- ὀρχησμός
- ὀρχ-ησμός, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορχησμός — ὀρχησμός, ὁ (Α) [ορχούμαι] χορός, όρχηση … Dictionary of Greek
ὀρχησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοῖς — ὀρχησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοί — ὀρχησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοῦ — ὀρχησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμούς — ὀρχησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμῶν — ὀρχησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμόν — ὀρχησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)