ὀρχησμός

ὀρχησμός
ὀρχ-ησμός, ,
A = ὀρχηθμός, in pl., A.Eu.375 (lyr.), Panyas.14.3, AP6.33 (Maec.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορχησμός — ὀρχησμός, ὁ (Α) [ορχούμαι] χορός, όρχηση …   Dictionary of Greek

  • ὀρχησμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμοῖς — ὀρχησμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμοί — ὀρχησμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμοῦ — ὀρχησμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμούς — ὀρχησμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμῶν — ὀρχησμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχησμόν — ὀρχησμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”